- ελλιμενισμός
- ο см. ελλιμένισις
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελλιμενισμός — ο είσοδος και παραμονή πλοίου σε λιμάνι … Dictionary of Greek
ελλιμενισμός — ο η ελλιμένιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάπλους — ο (Α κατάπλους, και οος) [καταπλέω] 1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός 2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα τού ποταμού αρχ. η επιστροφή … Dictionary of Greek